Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασυγκινησία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ασυγκινησί
α
οι
ασυγκινησί
ες
γενική
της
ασυγκινησί
ας
των
ασυγκινησι
ών
αιτιατική
την
ασυγκινησί
α
τις
ασυγκινησί
ες
κλητική
ασυγκινησί
α
ασυγκινησί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασυγκινησία
<
α-
+
συγκίνηση
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασυγκινησία
θηλυκό
(
σπάνιο
) (
λόγιο
) η
έλλειψη
συγκίνησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασυγκινησία
αγγλικά
:
impassivity
(en)