ενεστώτας arouse
γ΄ ενικό ενεστώτα arouses
αόριστος aroused
παθητική μετοχή aroused
ενεργητική μετοχή arousing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
arouse < a- + rouse

arouse (en)

  1. (μεταβατικό) ξεσηκώνω, εξάπτω, κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
    ⮡  I arouse old hate/passions.
    Ξεσηκώνω παλιά μίση/πάθη.
    ⮡  I arouse someone’s interest/curiosity.
    Εξάπτω/Κινώ το ενδιαφέρον/την περιέργεια κάποιου.
    ⮡  speeches that arouse popular sentiments - λόγοι που εξάπτουν/διεγείρουν τα πνεύματα του κόσμου
     συνώνυμα:  excite, inflame, kindle, move, rouse, stir και touch
  2. (μεταβατικό) ανάβω, ερεθίζω σεξουαλικά
    ⮡  The mere thought of her arouses him.
    Μόνο που τη σκέφτεται, ανάβει.
  3. (μεταβατικό) κινώ, διεγείρω κάποιον έτσι ώστε θέλει να κάνει κάτι
    ⮡  He was aroused by patriotism.
    Κινήθηκε από πατριωτισμό.
    ⮡  I arouse the workers to go on strike.
    Διεγείρω τους εργάτες να κατέβουν σε απεργία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  4. (μεταβατικό, επίσημο) ξυπνάω κάποιον
    ⮡  I arouse someone from their sleep.
    Ξυπνάω κάποιον από τον ύπνο του.
     συνώνυμα: rouse