ενεστώτας rouse
γ΄ ενικό ενεστώτα rouses
αόριστος roused
παθητική μετοχή roused
ενεργητική μετοχή rousing

rouse (en)

  1. (επίσημο) ξυπνάω κάποιον, ειδικά όταν κοιμάται βαθιά
    ⮡  I rouse someone from their sleep.
    Ξυπνάω κάποιον από τον ύπνο του.
     συνώνυμα: arouse
  2. κινώ, διεγείρω κάποιον έτσι ώστε θέλει να κάνει κάτι
    ⮡  He was roused by patriotism.
    Κινήθηκε από πατριωτισμό.
    ⮡  I rouse the workers to go on strike.
    Διεγείρω τους εργάτες να κατέβουν σε απεργία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  3. (επίσημο) κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
    ⮡  I rouse someone’s interest/curiosity.
    Κινώ το ενδιαφέρον/την περιέργεια κάποιου.
    ⮡  speeches that rouse the popular sentiments - λόγοι που διεγείρουν τα πνεύματα του κόσμου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arouse