rousing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | rousing |
συγκριτικός | more rousing |
υπερθετικός | most rousing |
Επίθετο
επεξεργασίαrousing (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαrousing (en)
παραθετικά | |
θετικός | rousing |
συγκριτικός | more rousing |
υπερθετικός | most rousing |
rousing (en)
rousing (en)