Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεσηκωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεσηκωτικ
ός
η
ξεσηκωτικ
ή
το
ξεσηκωτικ
ό
γενική
του
ξεσηκωτικ
ού
της
ξεσηκωτικ
ής
του
ξεσηκωτικ
ού
αιτιατική
τον
ξεσηκωτικ
ό
την
ξεσηκωτικ
ή
το
ξεσηκωτικ
ό
κλητική
ξεσηκωτικ
έ
ξεσηκωτικ
ή
ξεσηκωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεσηκωτικ
οί
οι
ξεσηκωτικ
ές
τα
ξεσηκωτικ
ά
γενική
των
ξεσηκωτικ
ών
των
ξεσηκωτικ
ών
των
ξεσηκωτικ
ών
αιτιατική
τους
ξεσηκωτικ
ούς
τις
ξεσηκωτικ
ές
τα
ξεσηκωτικ
ά
κλητική
ξεσηκωτικ
οί
ξεσηκωτικ
ές
ξεσηκωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
: inspirational, rousing, intoxicating