ενεστώτας stir
γ΄ ενικό ενεστώτα stirs
αόριστος stirred
παθητική μετοχή stirred
ενεργητική μετοχή stirring

stir (en)

  1. (μεταβατικό) ανακατεύω κάποιο υγρό, ουσία
    ⮡  She stirred the tea in her cup.
    Ανακάτεψε το τσάι στο φλιτζάνι της.
     συνώνυμα: mix
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ, διεγείρω κάποιον έτσι ώστε θέλει να κάνει κάτι
    ⮡  He was stirred by patriotism.
    Κινήθηκε από πατριωτισμό.
    ⮡  I stir the workers into going on strike.
    Διεγείρω τους εργάτες να κατέβουν σε απεργία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  3. (μεταβατικό) συγκινώ, κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
    ⮡  The sight stirred pity in me.
    Συγκινήθηκα από το θέαμα και τον λυπήθηκα.
    ⮡  I stir someone’s interest/curiosity.
    Κινώ το ενδιαφέρον/την περιέργεια κάποιου.
    ⮡  speeches that stir popular sentiments - λόγοι που διεγείρουν τα πνεύματα του κόσμου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arouse