- inflame < (κληρονομημένο) μέση αγγλική inflammen, enflamen, enflaumen < παλαιά γαλλική enflammer < λατινική inflammō (θέτω κάτι σε φωτιά) < in + flamma. Αναλύεται σε in- + flame
- ΔΦΑ : /ɪnˈfleɪm/
- ⓘ ήχος: βρετανική προφορά (βοήθεια·αρχείο)
inflame (en) (επίσημο)
- (μεταβατικό, μεταφορικά) εξοργίζω, ξεσηκώνω, εξάπτω, προκαλώ πολύ έντονα συναισθήματα, ιδιαίτερα θυμό ή ενθουσιασμό, σε ένα άτομο ή σε μια ομάδα ανθρώπων
- ⮡ His actions inflamed me; they made me mad!
- Οι πράξεις του με εξόργισαν· με νευρίασαν!
- ⮡ The speaker inflamed the audience with his provoking words.
- Ο ομιλητής ξεσήκωσε το κοινό με τις προκλητικές του λέξεις.
- ⮡ speeches that inflame popular feeling - λόγοι που εξάπτουν τα πνεύματα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arouse
- (μεταβατικό, μεταφορικά) οξύνω, κάνω μια κατάσταση χειρότερη ή πιο δύσκολη στην αντιμετώπιση
- ※ The long-awaited verdict could inflame tension in the Southeast Asian country and have far-reaching implications in the politically divided kingdom.
- Η πολυαναμενόμενη ετυμηγορία θα μπορούσε να οξύνει τις εντάσεις στην Νοτιοανατολική χώρα και να έχει εκτεταμένες συνέπειες στο πολιτικά διαιρεμένο βασίλειο. (Al Jazeera, (25 Αυγούστου 2017), Arrest threat as Yingluck Shinawatra misses verdict)
- (μεταβατικό, μεταφορικά) προκαλώ φλεγμονή, φλεγμαίνω
- ⮡ I inflamed my eyes by overwork.
- Προκάλεσα φλεγμονή στα μάτια μου λόγω υπερεργασίας.