ενικός         πληθυντικός  
inflammation inflammations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

inflammation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η φλεγμονή, η φλόγωση
    ⮡  medicinal substances which suppress inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τις φλεγμονές



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

inflammation (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία