exciting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | exciting |
συγκριτικός | more exciting |
υπερθετικός | most exciting |
exciting (en)
- συναρπαστικός, που προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον ή ενθουσιασμό
- ⮡ The end of the race was exciting.
- Το τέλος της κούρσας ήταν συναρπαστικό.
- ⮡ It is exciting to swim with dolphins.
- Είναι συναρπαστικό να κολυμπάς μαζί με δελφίνια.
- ⮡ The end of the race was exciting.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαexciting (en)
Πηγές
επεξεργασία- exciting - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 843. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναρπαστικός