absorbing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | absorbing |
συγκριτικός | more absorbing |
υπερθετικός | most absorbing |
absorbing (en)
- συναρπαστικός, που απορροφά το ενδιαφέρον
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαabsorbing (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 843. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναρπαστικός