absorb
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | absorb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | absorbs |
αόριστος | absorbed |
παθητική μετοχή | absorbed |
ενεργητική μετοχή | absorbing |
Ετυμολογία
επεξεργασία- absorb < μέση γαλλική absorber < παλαιά γαλλική assorbir < λατινική absorbeo < ab + sorbeo [1]
Ρήμα
επεξεργασίαabsorb (en)