ενεστώτας absorb
γ΄ ενικό ενεστώτα absorbs
αόριστος absorbed
παθητική μετοχή absorbed
ενεργητική μετοχή absorbing

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. absorb - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)