Ουσιαστικό

επεξεργασία

absorption (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ap.sɔʁ.psjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
absorption absorptions

absorption (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη absorber