πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απορρόφηση οι απορροφήσεις
      γενική της απορρόφησης* των απορροφήσεων
    αιτιατική την απορρόφηση τις απορροφήσεις
     κλητική απορρόφηση απορροφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απορροφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απορρόφηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία