εισχώρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εισχώρηση | οι | εισχωρήσεις |
γενική | της | εισχώρησης* | των | εισχωρήσεων |
αιτιατική | την | εισχώρηση | τις | εισχωρήσεις |
κλητική | εισχώρηση | εισχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εισχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εισχώρηση < εισχωρώ + -ση < ελληνιστική κοινή εἰσχωρέω / εἰσχωρῶ < εἰς + αρχαία ελληνική χωρέω / χωρῶ < χῶρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈsxo.ɾi.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εισχώρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εισχωρώ
- η διαπέραση, η εισβολή, η διείσδυση. η Εισαγωγή στο εσωτερικό.
Συγγενικά επεξεργασία
- αλληλοεισχώρηση
- → δείτε τις λέξεις εισχωρώ και χώρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εισχώρηση