Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἰσχωρέω < εἰσ- + αρχαία ελληνική χωρέω / χωρῶ < χῶρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)

  Ρήμα επεξεργασία

εἰσχωρέω

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία