Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διείσδυση οι διεισδύσεις
      γενική της διείσδυσης* των διεισδύσεων
    αιτιατική τη διείσδυση τις διεισδύσεις
     κλητική διείσδυση διεισδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διεισδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διείσδυση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διείσδυ(σις) + -ση[1] < διεισδύω < διά (δι-) + εἰς + δύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈiz.ði.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐είσ‐δυ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διείσδυση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού διεισδύω
     συνώνυμα: εισχώρηση, είσοδος, παρείσφρηση
  2. (στο σεξ) η εισχώρηση του πέους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία