διείσδυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διείσδυση | οι | διεισδύσεις |
γενική | της | διείσδυσης* | των | διεισδύσεων |
αιτιατική | τη | διείσδυση | τις | διεισδύσεις |
κλητική | διείσδυση | διεισδύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διεισδύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διείσδυση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διείσδυ(σις) + -ση[1] < διεισδύω < διά (δι-) + εἰς + δύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiˈiz.ði.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐είσ‐δυ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
διείσδυση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- διεισδυτικός
- → και δείτε τις λέξεις διεισδύω και δύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διείσδυση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διείσδυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας