Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διεισδύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεισδύω
  2. θα διεισδύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεισδύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διεισδύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διείσδυση