Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διεισδύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
διεισδύω
< (
ελληνιστική κοινή
)
διεισδύω
/
διεισδύνω
<
διά
+
αρχαία ελληνική
εἰσδύνω
(<
δύω
)
Ρήμα
επεξεργασία
διεισδύω
μπαίνω
,
εισέρχομαι
κάπου
περνώντας
κάποιο
εμπόδιο
Συνώνυμα
επεξεργασία
εισέρχομαι
μπαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία
διείσδυση
διεισδυτικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
εισδύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διεισδύω
αγγλικά
:
infiltrate
(en)
,
penetrate
(en)
γαλλικά
:
infiltrer
(fr)
,
pénétrer
(fr)
γερμανικά
:
eindringen
(de)
ιταλικά
:
infiltrarsi
(it)
,
penetrare
(it)
,
ρουμανικά
:
infiltra
(ro)
,
pătrunde
(ro)
,
strecura
(ro)