Ετυμολογία

επεξεργασία
εισδύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰσδύνω με αποβολή του ⟨ν⟩ που δεν έδινε την εντύπωση «αρχαίου».[1] Κατά άλλη άποψη[2] < αρχαία ελληνική εἰσδύω. Και οι δύο τύποι < εἰς + δύνω / δύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dew-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /izˈði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εισ‐δύ‐ω

εισδύω, πρτ.: εισέδυα, αόρ.: εισέδυσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. εισδύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.