Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδιείσδυτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αδιείσδυτ
ος
η
αδιείσδυτ
η
το
αδιείσδυτ
ο
γενική
του
αδιείσδυτ
ου
της
αδιείσδυτ
ης
του
αδιείσδυτ
ου
αιτιατική
τον
αδιείσδυτ
ο
την
αδιείσδυτ
η
το
αδιείσδυτ
ο
κλητική
αδιείσδυτ
ε
αδιείσδυτ
η
αδιείσδυτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αδιείσδυτ
οι
οι
αδιείσδυτ
ες
τα
αδιείσδυτ
α
γενική
των
αδιείσδυτ
ων
των
αδιείσδυτ
ων
των
αδιείσδυτ
ων
αιτιατική
τους
αδιείσδυτ
ους
τις
αδιείσδυτ
ες
τα
αδιείσδυτ
α
κλητική
αδιείσδυτ
οι
αδιείσδυτ
ες
αδιείσδυτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδιείσδυτος
<
α-
+
διεισδύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αδιείσδυτος
που δεν μπορεί κάποιος να
διεισδύσει
σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
διεισδύω
,
εισδύω
και
δύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιείσδυτος
αγγλικά
:
impenetrable
(en)