Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η είσδυση οι εισδύσεις
      γενική της είσδυσης* των εισδύσεων
    αιτιατική την είσδυση τις εισδύσεις
     κλητική είσδυση εισδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εισδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

είσδυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἴσδυ(σις) + -ση < → δείτε τη λέξη εἰσδύνω < εἰς + δύνω / δύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈiz.ði.si/ [1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: είσ‐δυ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

είσδυση θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία