Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοδιείσδυση οι αλληλοδιεισδύσεις
      γενική της αλληλοδιείσδυσης* των αλληλοδιεισδύσεων
    αιτιατική την αλληλοδιείσδυση τις αλληλοδιεισδύσεις
     κλητική αλληλοδιείσδυση αλληλοδιεισδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοδιεισδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλοδιείσδυση < αλληλο- + διείσδυση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλληλοδιείσδυση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία