διεισδυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεισδυτικός < βαθύς: βαθύ βλέμμα
διαπεραστικός: διαπεραστική ματιά
Επίθετο
επεξεργασίαδιεισδυτικός
- που έχει την ικανότητα να διεισδύει, να εμβαθύνει.
Μεταφράσεις
επεξεργασία διεισδυτικός
|