εισέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εισέρχομαι < αρχαία ελληνική εἰσέρχομαι
ΡήμαΕπεξεργασία
εισέρχομαι (αποθετικό ρήμα)
- προχωρώ από το εξωτερικό προς το εσωτερικό ενός χώρου
- προχωρώ σε μια νέα φάση μιας διαδικασίας
- οι διαπραγματεύσεις εισέρχονται στην τελική τους φάση