Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εισέρχομαι < αρχαία ελληνική εἰσέρχομαι

  ΡήμαΕπεξεργασία

εισέρχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. προχωρώ από το εξωτερικό προς το εσωτερικό ενός χώρου
  2. προχωρώ σε μια νέα φάση μιας διαδικασίας
    οι διαπραγματεύσεις εισέρχονται στην τελική τους φάση

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία