infiltration
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- infiltration < infiltrat(e) + -ion
Ουσιαστικό επεξεργασία
infiltration (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- infiltration < infiltr(er) + -ation
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.fil.tʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
infiltration | infiltrations |
infiltration (fr) θηλυκό