παρείσφρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρείσφρηση | οι | παρεισφρήσεις |
γενική | της | παρείσφρησης* | των | παρεισφρήσεων |
αιτιατική | την | παρείσφρηση | τις | παρεισφρήσεις |
κλητική | παρείσφρηση | παρεισφρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεισφρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρείσφρηση < παρεισφρέω + -ση < ελληνιστική κοινή παρεισφρέω < παρά + αρχαία ελληνική εἰσφρέω < εἰς + *φρέω[1] < φρ- (μηδενική βαθμίδα του φέρω < πρωτοελληνική pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰer-: φέρω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾi.sfɾi.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρείσφρηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρεισφρέω
- ※ με την πολεμική τους διάθεση χορτασμένη , μπορούν να επιτρέψουν την παρείσφρηση λίγης αισιοδοξίας στα λεγόμενά τους (Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Ίσως την επόμενη φορά, εκδ. Μεταίχμιο, 2017)
- ※ Ο Ελβετός υπεύθυνος ασφαλείας που κρατούσε τη λίστα στα χέρια του δεν μπορούσε να κατανοήσει πως έγινε αυτή η παρείσφρηση στο κλειστό σύστημά τους (Αλέξανδρος Β. Σωτηράκης, Perfect Ten, εκδ. Πηγή, 2016)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παρεισφρέω και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρείσφρηση