Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

piercing < pierce

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός piercing
συγκριτικός more piercing
υπερθετικός most piercing

piercing (en)

piercing cold, piercing scream

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
piercing piercings

piercing (en)

  1. το τρύπημα
  2. η τρύπα που πραγματοποιείται στο ανθρώπινο σώμα με σκοπό να τοποθετηθεί κάποιο κόσμημα

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

piercing (en)