Ετυμολογία

επεξεργασία
piercing < pierce + -ing

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός piercing
συγκριτικός more piercing
υπερθετικός most piercing

piercing (en)

  1. διαπεραστικός, για μάτια ή ματιά
    ⮡  a piercing look - διαπεραστική ματιά
  2. διαπεραστικός, για ήχους που είναι πολύ οξείς, δυνατοί και δυσάρεστοι
    ⮡  a piercing scream - διαπεραστική κραυγή
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη high-pitched
  3. διαπεραστικός, για αισθήματα
    ⮡  piercing pain - διαπεραστικός πόνος
  4. διαπεραστικός, για τον άνεμο ή το κρύο που είναι πολύ δυνατό και νιώθω σαν να μπορεί να περάσει από τα ρούχα και το δέρμα μου
    ⮡  piercing cold - διαπεραστικό κρύο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
piercing piercings

piercing (en)

  1. το τρύπημα
  2. η τρύπα που πραγματοποιείται στο ανθρώπινο σώμα με σκοπό να τοποθετηθεί κάποιο κόσμημα

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

piercing (en)