high-pitched
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | high-pitched |
συγκριτικός | more high-pitched |
υπερθετικός | most high-pitched |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈhʌɪpɪtʃt/ & /ˌhʌɪˈpɪtʃt/
Επίθετο
επεξεργασίαhigh-pitched (en)
- τσιριχτός, διαπεραστικός, για οξύ και δυνατό ήχο
- ⮡ A good spank was heard accompanied by a high-pitched cry.
- Ακούστηκε ένα καλό καταχέρισμα που το συνόδευε κλάμα τσιριχτό.
- ⮡ a high-pitched scream - διαπεραστική κραυγή
- ⮡ a high-pitched voice - οξεία φωνή
- ⮡ A good spank was heard accompanied by a high-pitched cry.