shrill
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | shrill |
συγκριτικός | shriller |
υπερθετικός | shrillest |
Επίθετο
επεξεργασίαshrill (en)
- διαπεραστικός, για οξύ, δυνατό και δυσάρεστο ήχο
- ⮡ a shrill voice - διαπεραστική φωνή
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη high-pitched