Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπεραστικός η διαπεραστική το διαπεραστικό
      γενική του διαπεραστικού της διαπεραστικής του διαπεραστικού
    αιτιατική τον διαπεραστικό τη διαπεραστική το διαπεραστικό
     κλητική διαπεραστικέ διαπεραστική διαπεραστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπεραστικοί οι διαπεραστικές τα διαπεραστικά
      γενική των διαπεραστικών των διαπεραστικών των διαπεραστικών
    αιτιατική τους διαπεραστικούς τις διαπεραστικές τα διαπεραστικά
     κλητική διαπεραστικοί διαπεραστικές διαπεραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπεραστικός < διαπερνώ + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pénétrant)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.pe.ɾa.stiˈkos/ & /ðʝa.pe.ɾa.stiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

διαπεραστικός

  1. που διαπερνά
     συνώνυμα: διεισδυτικός
  2. (μεταφορικά) έντονος, οξύς, δριμύς
  3. (μεταφορικά) (για φωνή ή ήχο) οξύς και ως εκ τούτου ενοχλητικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία