sharp
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sharp |
συγκριτικός | sharper |
υπερθετικός | sharpest |
sharp (en)
- κοφτερός, αιχμηρός, που έχει οξεία άκρη ή αιχμή, ειδικά για κάτι που κόβει πολύ καλά
- ↪ a sharp knife - κοφτερό μαχαίρι
- ↪ a sharp tool - αιχμηρό εργαλείο
- ↪ a sharp edge - οξεία κόψη
- κοφτερός, οξυδερκής, οξύς, για τους ανθρώπους ή το μυαλό τους, τα μάτια τους κτλ., παρατηρώ ή καταλαβαίνω γρήγορα τα πράγματα
- ↪ a sharp mind - κοφτερό μυαλό
- ↪ a sharp man - οξυδερκής άνθρωπος
- ↪ sharp intelligence - οξύς νους
- ↪ I have sharp eyes/ears.
- Έχω οξεία όραση/ακοή.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
- διαπεραστικός, αιχμηρός, για ένα άτομο ή αυτά που λέει που είναι επικριτικά ή σκληρά
- ↪ a sharp glance - διαπεραστική/αιχμηρή ματιά
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) οξύς, διαπεραστικός, για ήχους
- ↪ a device that produces a very loud and sharp sound - συσκευή που παράγει πολύ δυνατό και οξύ ήχο
- ↪ a sharp cry - οξεία/διαπεραστική κραυγή
- οξύς, διαπεραστικός, για ένα σωματικό ή ψυχικό συναίσθημα που είναι πολύ δυνατό και ξαφνικό, συχνά σαν να με κόβει ή με πληγώνει πολύ
- ↪ a sharp pain - οξύς/διαπεραστικός πόνος
- απότομος
- μυτερός
Σύνθετα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sharp |
συγκριτικός | sharper |
υπερθετικός | sharpest |
sharp (en)
- (χωρίς παραθετικά) ακριβώς, χρησιμοποιείται μετά από μια έκφραση για την ώρα
- ↪ at ten sharp - στις δέκα η ώρα ακριβώς
- (βρετανική σημασία) απότομα, γυρίζω ξαφνικά αριστερά ή δεξιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sharp | sharps |
sharp (en)
Πηγές
επεξεργασία- sharp (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- sharp (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- sharp (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 476, 627, 993. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοφτερός, οξύς, ώρα