Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός sharp
συγκριτικός sharper
υπερθετικός sharpest

sharp (en)

  1. κοφτερός, αιχμηρός, που έχει οξεία άκρη ή αιχμή, ειδικά για κάτι που κόβει πολύ καλά
    a sharp knife - κοφτερό μαχαίρι
    a sharp tool - αιχμηρό εργαλείο
    a sharp edge - οξεία κόψη
  2. κοφτερός, οξυδερκής, οξύς, για τους ανθρώπους ή το μυαλό τους, τα μάτια τους κτλ., παρατηρώ ή καταλαβαίνω γρήγορα τα πράγματα
    a sharp mind - κοφτερό μυαλό
    a sharp man - οξυδερκής άνθρωπος
    sharp intelligence - οξύς νους
    I have sharp eyes/ears.
    Έχω οξεία όραση/ακοή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
  3. διαπεραστικός, αιχμηρός, για ένα άτομο ή αυτά που λέει που είναι επικριτικά ή σκληρά
    a sharp glance - διαπεραστική/αιχμηρή ματιά
  4. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) οξύς, διαπεραστικός, για ήχους
    a device that produces a very loud and sharp sound - συσκευή που παράγει πολύ δυνατό και οξύ ήχο
    a sharp cry - οξεία/διαπεραστική κραυγή
  5. οξύς, διαπεραστικός, για ένα σωματικό ή ψυχικό συναίσθημα που είναι πολύ δυνατό και ξαφνικό, συχνά σαν να με κόβει ή με πληγώνει πολύ
    a sharp pain - οξύς/διαπεραστικός πόνος
  6. απότομος
  7. μυτερός

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός sharp
συγκριτικός sharper
υπερθετικός sharpest

sharp (en)

  1. (χωρίς παραθετικά) ακριβώς, χρησιμοποιείται μετά από μια έκφραση για την ώρα
    at ten sharp - στις δέκα η ώρα ακριβώς
  2. (βρετανική σημασία) απότομα, γυρίζω ξαφνικά αριστερά ή δεξιά
    I am turning sharp.
    Στρίβω απότομα.
     συνώνυμα: sharply

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sharp sharps

sharp (en)

  1. (μουσική) η δίεση ( )
     αντώνυμα: flat