sharply
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sharply |
συγκριτικός | more sharply |
υπερθετικός | most sharply |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαsharply (en)
Πηγές
επεξεργασία- sharply - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 114. ISBN 9780194325684., λήμμα: απότομος