flat
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
flat (en)
- διαμέρισμα (στο Η.Β.)
- (μουσική) ύφεση ( )
- double flat - διπλή ύφεση ( )
ΕπίθετοΕπεξεργασία
flat (en)
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
flat (en)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Ολλανδικά (nl) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
flat (nl) ουδέτερο
- το διαμέρισμα