flatten
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | flatten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flattens |
αόριστος | flattened |
παθητική μετοχή | flattened |
ενεργητική μετοχή | flattening |
Ρήμα
επεξεργασίαflatten (en)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη flat
Πηγές
επεξεργασία- flatten - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 389. ISBN 9780194325684., λήμμα: ισοπεδώνω