ισοπεδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοπεδώνω < όψιμη ελληνιστική κοινή ἰσοπεδῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσοπεδόω[1] + -ώνω < αρχαία ελληνική ἰσόπεδος[2]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1856 [3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.peˈðo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐πε‐δώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαισοπεδώνω, πρτ.: ισοπέδωσα, παθ.φωνή: ισοπεδώνομαι, π.αόρ.: ισοπεδώθηκα, μτχ.π.π.: ισοπεδωμένος
- κάνω μια επιφάνεια εδάφους επίπεδη κι ομαλή
- καταστρέφω ολοκληρωτικά ένα κτίσμα, κατεδαφίζω
- (μεταφορικά) εξουθενώνω έναν αντίπαλο, τον εκμηδενίζω
- (μεταφορικά) εξισώνω, καταργώ διαφορές ή διαβαθμίσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισοπεδώνω | ισοπέδωνα | θα ισοπεδώνω | να ισοπεδώνω | ισοπεδώνοντας | |
β' ενικ. | ισοπεδώνεις | ισοπέδωνες | θα ισοπεδώνεις | να ισοπεδώνεις | ισοπέδωνε | |
γ' ενικ. | ισοπεδώνει | ισοπέδωνε | θα ισοπεδώνει | να ισοπεδώνει | ||
α' πληθ. | ισοπεδώνουμε | ισοπεδώναμε | θα ισοπεδώνουμε | να ισοπεδώνουμε | ||
β' πληθ. | ισοπεδώνετε | ισοπεδώνατε | θα ισοπεδώνετε | να ισοπεδώνετε | ισοπεδώνετε | |
γ' πληθ. | ισοπεδώνουν(ε) | ισοπέδωναν ισοπεδώναν(ε) |
θα ισοπεδώνουν(ε) | να ισοπεδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισοπέδωσα | θα ισοπεδώσω | να ισοπεδώσω | ισοπεδώσει | ||
β' ενικ. | ισοπέδωσες | θα ισοπεδώσεις | να ισοπεδώσεις | ισοπέδωσε | ||
γ' ενικ. | ισοπέδωσε | θα ισοπεδώσει | να ισοπεδώσει | |||
α' πληθ. | ισοπεδώσαμε | θα ισοπεδώσουμε | να ισοπεδώσουμε | |||
β' πληθ. | ισοπεδώσατε | θα ισοπεδώσετε | να ισοπεδώσετε | ισοπεδώστε | ||
γ' πληθ. | ισοπέδωσαν ισοπεδώσαν(ε) |
θα ισοπεδώσουν(ε) | να ισοπεδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισοπεδώσει | είχα ισοπεδώσει | θα έχω ισοπεδώσει | να έχω ισοπεδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ισοπεδώσει | είχες ισοπεδώσει | θα έχεις ισοπεδώσει | να έχεις ισοπεδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ισοπεδώσει | είχε ισοπεδώσει | θα έχει ισοπεδώσει | να έχει ισοπεδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισοπεδώσει | είχαμε ισοπεδώσει | θα έχουμε ισοπεδώσει | να έχουμε ισοπεδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ισοπεδώσει | είχατε ισοπεδώσει | θα έχετε ισοπεδώσει | να έχετε ισοπεδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισοπεδώσει | είχαν ισοπεδώσει | θα έχουν ισοπεδώσει | να έχουν ισοπεδώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισοπεδώνομαι | ισοπεδωνόμουν(α) | θα ισοπεδώνομαι | να ισοπεδώνομαι | ||
β' ενικ. | ισοπεδώνεσαι | ισοπεδωνόσουν(α) | θα ισοπεδώνεσαι | να ισοπεδώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ισοπεδώνεται | ισοπεδωνόταν(ε) | θα ισοπεδώνεται | να ισοπεδώνεται | ||
α' πληθ. | ισοπεδωνόμαστε | ισοπεδωνόμαστε ισοπεδωνόμασταν |
θα ισοπεδωνόμαστε | να ισοπεδωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ισοπεδώνεστε | ισοπεδωνόσαστε ισοπεδωνόσασταν |
θα ισοπεδώνεστε | να ισοπεδώνεστε | (ισοπεδώνεστε) | |
γ' πληθ. | ισοπεδώνονται | ισοπεδώνονταν ισοπεδωνόντουσαν |
θα ισοπεδώνονται | να ισοπεδώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισοπεδώθηκα | θα ισοπεδωθώ | να ισοπεδωθώ | ισοπεδωθεί | ||
β' ενικ. | ισοπεδώθηκες | θα ισοπεδωθείς | να ισοπεδωθείς | ισοπεδώσου | ||
γ' ενικ. | ισοπεδώθηκε | θα ισοπεδωθεί | να ισοπεδωθεί | |||
α' πληθ. | ισοπεδωθήκαμε | θα ισοπεδωθούμε | να ισοπεδωθούμε | |||
β' πληθ. | ισοπεδωθήκατε | θα ισοπεδωθείτε | να ισοπεδωθείτε | ισοπεδωθείτε | ||
γ' πληθ. | ισοπεδώθηκαν ισοπεδωθήκαν(ε) |
θα ισοπεδωθούν(ε) | να ισοπεδωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ισοπεδωθεί | είχα ισοπεδωθεί | θα έχω ισοπεδωθεί | να έχω ισοπεδωθεί | ισοπεδωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ισοπεδωθεί | είχες ισοπεδωθεί | θα έχεις ισοπεδωθεί | να έχεις ισοπεδωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ισοπεδωθεί | είχε ισοπεδωθεί | θα έχει ισοπεδωθεί | να έχει ισοπεδωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ισοπεδωθεί | είχαμε ισοπεδωθεί | θα έχουμε ισοπεδωθεί | να έχουμε ισοπεδωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ισοπεδωθεί | είχατε ισοπεδωθεί | θα έχετε ισοπεδωθεί | να έχετε ισοπεδωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ισοπεδωθεί | είχαν ισοπεδωθεί | θα έχουν ισοπεδωθεί | να έχουν ισοπεδωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ισοπεδωμένος - είμαστε, είστε, είναι ισοπεδωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ισοπεδωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ισοπεδωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ισοπεδωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ισοπεδωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ισοπεδωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ισοπεδωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισοπεδώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ.541, Τόμος Β΄ Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- ↑ ισοπεδώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Εδώ, εννοείται πρώιμη μεσαιωνική (αλλιώς, όψιμη ελληνιστική) - ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)