Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισοπεδωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ισοπεδωμέν
ος
η
ισοπεδωμέν
η
το
ισοπεδωμέν
ο
γενική
του
ισοπεδωμέν
ου
της
ισοπεδωμέν
ης
του
ισοπεδωμέν
ου
αιτιατική
τον
ισοπεδωμέν
ο
την
ισοπεδωμέν
η
το
ισοπεδωμέν
ο
κλητική
ισοπεδωμέν
ε
ισοπεδωμέν
η
ισοπεδωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ισοπεδωμέν
οι
οι
ισοπεδωμέν
ες
τα
ισοπεδωμέν
α
γενική
των
ισοπεδωμέν
ων
των
ισοπεδωμέν
ων
των
ισοπεδωμέν
ων
αιτιατική
τους
ισοπεδωμέν
ους
τις
ισοπεδωμέν
ες
τα
ισοπεδωμέν
α
κλητική
ισοπεδωμέν
οι
ισοπεδωμέν
ες
ισοπεδωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ισοπεδωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ισοπεδώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ισοπεδωμένος, -η, -ο
που έχει
ισοπεδωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισοπεδωμένος