↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοπεδωτικός η ισοπεδωτική το ισοπεδωτικό
      γενική του ισοπεδωτικού της ισοπεδωτικής του ισοπεδωτικού
    αιτιατική τον ισοπεδωτικό την ισοπεδωτική το ισοπεδωτικό
     κλητική ισοπεδωτικέ ισοπεδωτική ισοπεδωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοπεδωτικοί οι ισοπεδωτικές τα ισοπεδωτικά
      γενική των ισοπεδωτικών των ισοπεδωτικών των ισοπεδωτικών
    αιτιατική τους ισοπεδωτικούς τις ισοπεδωτικές τα ισοπεδωτικά
     κλητική ισοπεδωτικοί ισοπεδωτικές ισοπεδωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισοπεδωτικός < ισοπεδώνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ισοπεδωτικός -ή -ό

  1. που ισοπεδώνει, που καταργεί κάθε διαβάθμιση ή διαφορά
  2. που εξουθενώνει έναν αντίπαλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία