ισοπεδωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοπεδωτικός < ισοπεδώνω
Επίθετο
επεξεργασίαισοπεδωτικός -ή -ό
- που ισοπεδώνει, που καταργεί κάθε διαβάθμιση ή διαφορά
- που εξουθενώνει έναν αντίπαλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισοπεδωτικός
|