Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός penetrating
συγκριτικός more penetrating
υπερθετικός most penetrating

penetrating (en)

  1. διαπεραστικός, για μάτια ή ματιά
    ⮡  a penetrating look - διαπεραστική ματιά
  2. διαπεραστικός, για οξύ και δυνατό ήχο
    ⮡  a penetrating scream - διαπεραστική κραυγή
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη high-pitched

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

penetrating (en)