penetrating
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | penetrating |
συγκριτικός | more penetrating |
υπερθετικός | most penetrating |
penetrating (en)
- διαπεραστικός, για μάτια ή ματιά
- ⮡ a penetrating look - διαπεραστική ματιά
- διαπεραστικός, για οξύ και δυνατό ήχο
- ⮡ a penetrating scream - διαπεραστική κραυγή
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη high-pitched
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpenetrating (en)