↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσιριχτός η τσιριχτή το τσιριχτό
      γενική του τσιριχτού της τσιριχτής του τσιριχτού
    αιτιατική τον τσιριχτό την τσιριχτή το τσιριχτό
     κλητική τσιριχτέ τσιριχτή τσιριχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσιριχτοί οι τσιριχτές τα τσιριχτά
      γενική των τσιριχτών των τσιριχτών των τσιριχτών
    αιτιατική τους τσιριχτούς τις τσιριχτές τα τσιριχτά
     κλητική τσιριχτοί τσιριχτές τσιριχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιριχτός < τσιρίζω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

τσιριχτός

  1. που έχει σχέση με το τσίριγμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τσιριχτό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία