Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσιριχτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τσιριχτ
ός
η
τσιριχτ
ή
το
τσιριχτ
ό
γενική
του
τσιριχτ
ού
της
τσιριχτ
ής
του
τσιριχτ
ού
αιτιατική
τον
τσιριχτ
ό
την
τσιριχτ
ή
το
τσιριχτ
ό
κλητική
τσιριχτ
έ
τσιριχτ
ή
τσιριχτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τσιριχτ
οί
οι
τσιριχτ
ές
τα
τσιριχτ
ά
γενική
των
τσιριχτ
ών
των
τσιριχτ
ών
των
τσιριχτ
ών
αιτιατική
τους
τσιριχτ
ούς
τις
τσιριχτ
ές
τα
τσιριχτ
ά
κλητική
τσιριχτ
οί
τσιριχτ
ές
τσιριχτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσιριχτός
<
τσιρίζω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
τσιριχτός
που έχει
σχέση
με το
τσίριγμα
ή αναφέρεται σ’ αυτό
(
ουσιαστικοποιημένο
)
τσιριχτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
τσιρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσιριχτός
αγγλικά
:
squeaky
(en)
γαλλικά
:
strident
(fr)