τσιρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιρίζω < αρχαία ελληνική συρίζω (ορθογραφική απλοποίηση[1]) < σῦριγξ < προελληνική [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίατσιρίζω, αόρ.: τσίριξα (χωρίς παθητική φωνή)
- (οικείο) φωνάζω δυνατά και διαπεραστικά
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσιρίζω | τσίριζα | θα τσιρίζω | να τσιρίζω | τσιρίζοντας | |
β' ενικ. | τσιρίζεις | τσίριζες | θα τσιρίζεις | να τσιρίζεις | τσίριζε | |
γ' ενικ. | τσιρίζει | τσίριζε | θα τσιρίζει | να τσιρίζει | ||
α' πληθ. | τσιρίζουμε | τσιρίζαμε | θα τσιρίζουμε | να τσιρίζουμε | ||
β' πληθ. | τσιρίζετε | τσιρίζατε | θα τσιρίζετε | να τσιρίζετε | τσιρίζετε | |
γ' πληθ. | τσιρίζουν(ε) | τσίριζαν τσιρίζαν(ε) |
θα τσιρίζουν(ε) | να τσιρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσίριξα | θα τσιρίξω | να τσιρίξω | τσιρίξει | ||
β' ενικ. | τσίριξες | θα τσιρίξεις | να τσιρίξεις | τσίριξε | ||
γ' ενικ. | τσίριξε | θα τσιρίξει | να τσιρίξει | |||
α' πληθ. | τσιρίξαμε | θα τσιρίξουμε | να τσιρίξουμε | |||
β' πληθ. | τσιρίξατε | θα τσιρίξετε | να τσιρίξετε | τσιρίξτε | ||
γ' πληθ. | τσίριξαν τσιρίξαν(ε) |
θα τσιρίξουν(ε) | να τσιρίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσιρίξει | είχα τσιρίξει | θα έχω τσιρίξει | να έχω τσιρίξει | ||
β' ενικ. | έχεις τσιρίξει | είχες τσιρίξει | θα έχεις τσιρίξει | να έχεις τσιρίξει | ||
γ' ενικ. | έχει τσιρίξει | είχε τσιρίξει | θα έχει τσιρίξει | να έχει τσιρίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσιρίξει | είχαμε τσιρίξει | θα έχουμε τσιρίξει | να έχουμε τσιρίξει | ||
β' πληθ. | έχετε τσιρίξει | είχατε τσιρίξει | θα έχετε τσιρίξει | να έχετε τσιρίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσιρίξει | είχαν τσιρίξει | θα έχουν τσιρίξει | να έχουν τσιρίξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τσιρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ «τσυρίζω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)