Ετυμολογία

επεξεργασία

συρίζω, αόρ.: σύρισα, συνήθως σε ενεστώτα και παρατατικό[1] (χωρίς παθητική φωνή)

  1. σφυρίζω
  2. παράγω οξύ συριστικό ήχο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ο αόριστος σύρισα @books.google 2019.03.22.



Ετυμολογία

επεξεργασία
συρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συρίζω (ηχομιμητικό)

συρίζω


Ετυμολογία

επεξεργασία
συρίζω < συρίγγ-jω < σῦριγξ