συρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συρίζω (ηχομιμητικό)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασυρίζω, αόρ.: σύρισα, συνήθως σε ενεστώτα και παρατατικό[1] (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συρίζω | σύριζα | θα συρίζω | να συρίζω | συρίζοντας | |
β' ενικ. | συρίζεις | σύριζες | θα συρίζεις | να συρίζεις | σύριζε | |
γ' ενικ. | συρίζει | σύριζε | θα συρίζει | να συρίζει | ||
α' πληθ. | συρίζουμε | συρίζαμε | θα συρίζουμε | να συρίζουμε | ||
β' πληθ. | συρίζετε | συρίζατε | θα συρίζετε | να συρίζετε | συρίζετε | |
γ' πληθ. | συρίζουν(ε) | σύριζαν συρίζαν(ε) |
θα συρίζουν(ε) | να συρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σύρισα | θα συρίσω | να συρίσω | συρίσει | ||
β' ενικ. | σύρισες | θα συρίσεις | να συρίσεις | σύρισε | ||
γ' ενικ. | σύρισε | θα συρίσει | να συρίσει | |||
α' πληθ. | συρίσαμε | θα συρίσουμε | να συρίσουμε | |||
β' πληθ. | συρίσατε | θα συρίσετε | να συρίσετε | συρίστε | ||
γ' πληθ. | σύρισαν συρίσαν(ε) |
θα συρίσουν(ε) | να συρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συρίσει | είχα συρίσει | θα έχω συρίσει | να έχω συρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συρίσει | είχες συρίσει | θα έχεις συρίσει | να έχεις συρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συρίσει | είχε συρίσει | θα έχει συρίσει | να έχει συρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συρίσει | είχαμε συρίσει | θα έχουμε συρίσει | να έχουμε συρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συρίσει | είχατε συρίσει | θα έχετε συρίσει | να έχετε συρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συρίσει | είχαν συρίσει | θα έχουν συρίσει | να έχουν συρίσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ο αόριστος σύρισα @books.google 2019.03.22.
Ετυμολογία
επεξεργασία- συρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συρίζω (ηχομιμητικό)
Ρήμα
επεξεργασίασυρίζω
- παράγω οξύ συριστικό ήχο
- ὡς δράκοντες ἐσύριζαν καὶ ὡς λέοντες ἐβρυχοῦντα (Βασίλειος Διγενής Ακρίτης, διασκευή Ε, στ.33)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συρίζω < συρίγγ-jω < σῦριγξ
Ρήμα
επεξεργασίασυρίζω
- παίζω αυλό
- σφυρίζω
- αποδοκιμάζω με σφυρίγματα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀνασυρίζω
- ἀποσυρίζω
- ἐπισυρίττω
- κατασυρίζω
- παρασυρίζω
- περισυρίττω
- σύριγμα
- συριγματώδης
- συριγμός
- συριστής
- ὑποσυρίζω
- και → δείτε τη λέξη σῦριγξ
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.