συρίττω

  • παράγω συριγμό, εκφέρω συριστικό ήχο
    για αναπνευστικό πρόβλημα, ήχο σύριγγας ή άλλου πνευστού, ήχο φιδιού, υψίσυχνο ήχο (όχι στιγμιαίο)

Άλλες μορφές

επεξεργασία