Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

συρίττω

  • παράγω συριγμό, εκφέρω συριστικό ήχο
    για αναπνευστικό πρόβλημα, ήχο σύριγγας ή άλλου πνευστού, ήχο φιδιού, υψίσυχνο ήχο (όχι στιγμιαίο)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία