σῦριγξ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | σῦριγξ | σύριγγε | σύριγγες |
Γενική | σύριγγος | συρίγγοιν | συρίγγων |
Δοτική | σύριγγι | συρίγγοιν | σύριγξι(ν) |
Αιτιατική | σύριγγα | σύριγγε | σύριγγας |
Κλητική | σῦριγξ | σύριγγε | σύριγγες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σῦριγξ < προελληνική[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σῦριγξ θηλυκό
- (μουσικό όργανο) η φλογέρα, το σουραύλι
- σφυρίγματα αποδοκιμασίας
- η τρύπα στο κέντρο τροχού
- (ανατομία) η τραχεία
- (ιατρική) το συρίγγιο (ιατρικός όρος)
Επεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.