Σῦριγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
Συριγγ- | ||||
ονομαστική | ἡ | Σῦριγξ | ||
γενική | τῆς | Σύριγγος | ||
δοτική | τῇ | Σύριγγῐ | ||
αιτιατική | τὴν | Σύριγγᾰ | ||
κλητική ὦ! | Σῦριγξ | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Σῦριγξ < σῦριγξ
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σῦριγξ θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) νύμφη στην Αρκαδία
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Σύριγξ στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία
- Σῦριγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.