σύριγγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύριγγα | οι | σύριγγες |
γενική | της | σύριγγας | των | συρίγγων |
αιτιατική | τη | σύριγγα | τις | σύριγγες |
κλητική | σύριγγα | σύριγγες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύριγγα < γαλλική seringue < αρχαία ελληνική σῦριγξ (που σήμαινε σωλήνα, επίσης ήταν και μουσικό όργανο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύριγγα θηλυκό
- (ιατρική) συσκευή για την εισαγωγή ενέσεων, με κύλινδρο που περιέχει το υγρό και μια βελόνα στην άκρη του
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύριγγα
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύριγγα < αρχαία ελληνική σῦριγξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύριγγα θηλυκό
- (μουσική) πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από μικρούς ξύλινους συνήθως σωλήνες δεμένους μαζί