βελόνα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βελόνα | οι | βελόνες |
γενική | της | βελόνας | των | βελονών |
αιτιατική | τη | βελόνα | τις | βελόνες |
κλητική | βελόνα | βελόνες | ||
Απ' όλα τα θηλυκά σε -όνα, όπως εικόνα, με γενική πληθυντικού -όνων, εξαιρούνται τα βελόνα και κολόνα (*). | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βελόνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βελόνη[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /veˈlo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λό‐να
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βελόνα θηλυκό
- εργαλείο για ράψιμο με αιχμηρή άκρη και μικρό δακτύλιο για το πέρασμα της κλωστής
- (συνεκδοχικά) το ράψιμο, η ραπτική
- μεταλλικό εργαλείο για πλέξιμο
- το αιχμηρό μεταλλικό στέλεχος που προσαρμόζεται σε μια σύριγγα προκειμένου να γίνει ένεση
- η ακίδα που προσαρμόζεται στον βραχίονα ενός γραμμόφωνου ή πικ άπ
- πρέπει να αλλάξεις βελόνα στο πικ απ
- ο δείκτης μιας συσκευής μέτρησης
- η βελόνα στο στροφόμετρο έφτασε στο κόκκινο
- το φύλλο ορισμένων δέντρων όπως το πεύκο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βελόνα
Επεξεργασία
- ↑ «βελόνα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.