βελόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βελόνι | τα | βελόνια |
γενική | του | βελονιού | των | βελονιών |
αιτιατική | το | βελόνι | τα | βελόνια |
κλητική | βελόνι | βελόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βελόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βελόνιν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βελόνη < βέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelos
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /veˈlo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λό‐νι
- ομόηχο: βελόνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβελόνι ουδέτερο
- άλλη μορφή του βελόνα
- (αργκό, παρωχημένο) η λήψη ηρωίνης με ένεση
- ※ Απ' τη μυτιά που τράβαγα | άρχισα και βελόνι | και το κορμί μου άρχισε | σιγά σιγά να λιώνει (Ανέστος Δελιάς, «Ο πόνος του πρεζάκια»· ρεμπέτικο τραγούδι του 1936)
- (αργκό, παρωχημένο) η λήψη ηρωίνης με ένεση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βελόνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βελόνι
|