βελονιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βελονιά | οι | βελονιές |
γενική | της | βελονιάς | των | βελονιών |
αιτιατική | τη | βελονιά | τις | βελονιές |
κλητική | βελονιά | βελονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβελονιά θηλυκό
- το πέρασμα της κλωστής με βελόνα μέσα από ύφασμα που ράβεται ή κεντιέται
- είδος ραφής, ανάλογα με τον τρόπο που περνιέται η βελόνα και το σχήμα που εμφανίζει η κλωστή πάνω στο ραμμένο ύφασμα
- οξύς πόνος που μοιάζει με τρύπημα από βελόνα