σταυροβελονιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταυροβελονιά | οι | σταυροβελονιές |
γενική | της | σταυροβελονιάς | των | σταυροβελονιών |
αιτιατική | τη | σταυροβελονιά | τις | σταυροβελονιές |
κλητική | σταυροβελονιά | σταυροβελονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασταυροβελονιά θηλυκό
- τρόπος κεντήματος σύμφωνα με το οποίο η κλωστή περνιέται σταυρωτά και σχηματίζει το γράμμα «Χ»
- (συνεκδοχικά) το εργόχειρο που δημιουργείται με σταυροβελονιά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σταυροβελονιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- σταυροβελονιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)