Δείτε επίσης: στραβοβελονιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυροβελονιά οι σταυροβελονιές
      γενική της σταυροβελονιάς των σταυροβελονιών
    αιτιατική τη σταυροβελονιά τις σταυροβελονιές
     κλητική σταυροβελονιά σταυροβελονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυροβελονιά < σταυρο- + βελονιά
 
απλή σταυροβελονιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταυροβελονιά θηλυκό

  1. τρόπος κεντήματος σύμφωνα με το οποίο η κλωστή περνιέται σταυρωτά και σχηματίζει το γράμμα «Χ»
  2. (συνεκδοχικά) το εργόχειρο που δημιουργείται με σταυροβελονιά


  Μεταφράσεις

επεξεργασία