εργόχειρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εργόχειρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή < αρχαία ελληνική ἔργον (εργό-) + χείρ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɾˈɣo.çi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐γό‐χει‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεργόχειρο ουδέτερο
- δημιούργημα (κέντημα, πλεχτό κ.ά.) που φτιάχνεται με το χέρι
- (θρησκεία) χειρωνακτική εργασία ή απασχόληση ενός μοναχού[1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εργόχειρο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)