πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εργόχειρο τα εργόχειρα
      γενική του εργόχειρου των εργόχειρων
    αιτιατική το εργόχειρο τα εργόχειρα
     κλητική εργόχειρο εργόχειρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πίνακας που απεικονίζει γυναίκα με το εργόχειρό της

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργόχειρο ουδέτερο

  1. δημιούργημα (κέντημα, πλεχτό κ.ά.) που φτιάχνεται με το χέρι
     συνώνυμα: χειροτέχνημα, χειροτεχνία
  2. (θρησκεία) χειρωνακτική εργασία ή απασχόληση ενός μοναχού[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)